σκουπίδι — το 1. πράγμα ακάθαρτο που ρυπαίνει: Μην πετάς τα σκουπίδια όπου να ναι. 2. φρ., «Με έκανε σκουπίδι», με εξευτέλισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικόρημα — τὸ, Α απόρριμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόρημα «απόρριμα, σκουπίδι»] … Dictionary of Greek
περισάρωμα — τὸ, ΜΑ καθετί που μαζεύεται κατά το σάρωμα, το σκουπίδι, το απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάρωμα «σκουπίδι»] … Dictionary of Greek
αποσαρίδι — το σκουπίδι … Dictionary of Greek
απόριγμα — κ. απόρριμμα, το 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός … Dictionary of Greek
απόρριμμα — το απόριγμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορρίπτω. Η λ. στον πληθ. (απορρίμματα, τα) μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] … Dictionary of Greek
ασυρής — ἀσυρής, ές (Α) ρυπαρός, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α αθροιστικό… … Dictionary of Greek
αχρεία — ἀχρεία, η (Μ) [χρεία] άχρηστο πράγμα, σκουπίδι … Dictionary of Greek
κάλλυσμα — κάλλυσμα, τὸ (Α) [καλλύνω] αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek